Διοτίμου

Διοτίμου
Διότιμος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μύρινος — Έλληνας ποιητής, που δεν είναι γνωστό σε ποια εποχή έζησε. Διασώθηκαν διάφορα επιγράμματα του, μεταξύ των οποίων το Ανάθημα τοις Πασί Διοτίμου και το συμποτικό Εις γραίαν. * * * μύρινος, ὁ (Α) είδος θαλάσσιου ιχθύος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γραφή τού… …   Dictionary of Greek

  • Κρότων — Αρχαία πόλη στην ανατολική ακτή της Καλαβρίας. Ιδρύθηκε περίπου το 710 π.Χ. από Αχαιούς στις εκβολές του ποταμού Αισάρου. Μετά την κατάκτηση της ορεινής χώρας προς τα ΝΔ και των χαλκωρυχείων του κόλπου της Τερίνης, οι κάτοικοί της ίδρυσαν μικρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”